-
1 ἐπερύω
A pull to,θύρην δ' ἐπέρυσσε κορώνῃ Od. 1.441
; ἐπρὶ στήλην ἐρύσαντες having dragged a stone to the top [of the tumulus], 12.14; draw to one, A.R.3.149:—[voice] Med., draw on one's clothes,ἐπειρυσάμενον τὴν λεοντέην Hdt.4.8
.
См. также в других словарях:
επερύω — ἐπερύω (Α) 1. σέρνω, τραβώ («θύρην δ ἐπέρυσσε κορώνῃ», Ομ. Οδ.) 2. σέρνω προς τα μένα («ἡ δὲ ἐπειρύσσασα παρειὰς κύσσε ποτισχομένη») 3. τραβώ κάτι επάνω μου για να σκεπαστώ («ἐπειρυσάμενον τὴν λεοντέην κατυπνῶσαι», Ηρόδ.) 4. στήνω, ιδρύω («τύμβον … Dictionary of Greek